Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Η Σκιά και η Ύπαρξη

Adelbert von Chamisso: Η αλλόκοτη ιστορία του Πέτερ Σλέμιλ
Σκέψεις (βδομάδες μετά) από την δεύτερη (χρόνια μετά) ανάγνωση του βιβλίου
(κατόπιν επιμέτρου)
Μήπως θα ήταν προτιμότερο σε μια παρουσίαση του βιβλίου, να παρατεθεί αυτούσιο το κείμενο του Thomas Mann; (βέβαια αν κανείς διαβάσει την ιστορία, το πιθανότερο είναι να έχει διαβάσει και το επίμετρο ˙ συνεπώς η παράθεση θα ήταν κατά το μάλλον άχρηστη)
Προκύπτουν άμεσα δύο ουσιώδη ερωτήματα:
   1. Το προσωπικό βίωμα της ανάγνωσης, δεν συνιστά κάτι ξεχωριστό που σε μία Λέσχη Ανάγνωσης ζητά να εκφραστεί;
Στον πολιτισμό της συσσώρευσης και της εκμετάλλευσης, όπου το κυνήγι του εξωτερικά ξεχωριστού είναι θεσμός/αποτέλεσμα του θεαματικού, η απάντηση μοιάζει καταφατική, αν και το περιεχόμενο αυτής της έκφρασης συνήθως είναι χρωματισμένο κενό. Σε τόπους και κοινωνίες όπου η εσωτερική αναζήτηση είναι προτιμητέα, μια τέτοια έκφραση όχι μόνο δεν είναι αναγκαία, αλλά και όταν επιλέγεται να πραγματωθεί, είναι επιτακτικό να γίνεται προσεκτικά και με νόημα.
      2.  Οι εκφάνσεις των βιωμάτων ανάγνωσης αποτελούν σύνολο ή κλάση;
    (μαθηματική διαφοροποίηση των εννοιών)
Αν είναι σύνολο, τότε είναι αποδεκτό ότι υπάρχει πιθανότητα, η αλήθεια  ενός βιβλίου να κατανοηθεί (και να καταγραφεί) από έναν (ή μια ομάδα) ανθρώπινο νου   -εν προκειμένω του Thomas Mann- και τότε κάθε περαιτέρω έκφραση είναι περιττή. Αν όχι, τότε κάθε επιμέρους προσπάθεια αποκρυστάλλωσης της αλήθειας ενός βιβλίου αποτελεί όχι μόνο ένα τόλμημα, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις δημιουργεί τον κρίκο εκείνο που αυξάνει την πληρότητα της κατανόησης του Λόγου  του συγγραφέα. Και ίσως, σε ακόμα λιγότερες περιπτώσεις,  η επιμέρους αυτή προσπάθεια, να γεννά μια στιγμιαία αναλαμπή πνευματικής ταυτότητας συγγραφέα και αναγνώστη.
Έτσι λοιπόν, αν και ίσως δεν είμαι ο καταλληλότερος για τον σχολιασμό του βιβλίου αυτού, καταγράφω τις παρακάτω σκόρπιες σκέψεις που γεννήθηκαν στο μυαλό μου από την ανάγνωση της αλλόκοτης ιστορίας του Πέτερ Σλέμιλ του Adelbert von Chamisso.

(τα κεντρικά σημεία)
Ο Πέτερ Σλέμιλ σε μια ανταλλαγή με τον διάβολο  (πραγματικά ενδιαφέρον ο τρόπος θέασής του) αποκτά το σακούλι του Φορτουνάτου, δίνοντας την σκιά του. Η κοινωνική απόρριψη του Πέτερ Σλέμιλ τον κάνει να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της απώλειας. Μέσω δύο υπηρετών (διαφορετικής ηθικής στάσης) ο Πέτερ Σλέμιλ προσπαθεί να χτίσει μια προσαρμοσμένη (στις απαιτήσεις των συνθηκών) ζωή. Μια ζωή όπου βέβαια βασικό ρόλο παίζει ο έρωτας και η ανάγκη του Πέτερ Σλέμιλ για την κατασκευή μιας διαρκούς ασφάλειας. Όταν οι δυσκολίες γιγαντώνονται είναι η κατάλληλη στιγμή για μια νέα πιθανή ανταλλαγή. Όμως με τι κόστος!
Ο Πέτερ Σλέμιλ διανύοντας (μάλλον) τον δρόμο της αυτοκατανόησης, συναντά ξανά τον πειρασμό. Και έτσι ο Πέτερ Σλέμιλ παίρνει θέση!
Οι παλιοί δεσμοί διαρρηγνύονται και η φύση προσφέρει τον εαυτό της προς ανάγνωση. Δεν λείπει ούτε ο από μηχανής θεός, ούτε τα θεϊκά δώρα για να πραγματωθεί η λύση/κάθαρση. Το αναπόφευκτο της μοναξιάς γίνεται αποδεκτό και η μεταστροφή της ύπαρξης του Πέτερ Σλέμιλ είναι πια γεγονός.

(το βιβλίο στον κόσμο)
Η ιστορία αναπτύσσεται σε έντεκα κεφάλαια των οποίων προηγούνται, ένα ποίημα και τρείς επιστολές (κατά τα φαινόμενα αληθείς). Στο τέλος του βιβλίου μετά το προαναφερόμενο επίμετρο υπάρχουν βιογραφικά στοιχεία για τον συγγραφέα και τον σκιτσογράφο (του οποίου τα σκίτσα/σκιές είναι εξαιρετικά, συνδέονται με το κείμενο και μεταφέρουν το βασικό μήνυμα της ιστορίας). Παρεμπιπτόντως θεωρώ την έκδοση (Ερατώ, 1987) πολύ καλή.
Το ποίημα και οι επιστολές γίνονται το όχημα ώστε η ιστορία να ενσωματωθεί με την πραγματικότητα. Έτσι, αν πιστέψουμε τον Chamisso όλα είναι εφικτά  και αληθινά. Ακόμα και οι μπότες των εφτά λευγών υπάρχουν. Με αυτόν τον τρόπο το παραμύθι μετατρέπεται σε αλληγορία για την πραγματικότητα και κατόπιν μήνυμα στον αναγνώστη.
Όμως μάλλον δεν είναι μόνο μήνυμα. Είναι και η πραγμάτωση του. Απόδειξη ο ίδιος ο Chamisso . Πίστεψε στην μαγεία της ζωής και δημιούργησε την δικιά του (σίγουρα με τα δικά του μαγικά εργαλεία).
Ξαναδιαβάστε για τον Chamisso από τον Thomas Mann.

(η σκιά)
Ποιό όμως είναι το βασικό μήνυμα; Τι είναι, τέλος πάντων, αυτή η σκιά, και γιατί τόση φασαρία για την απώλειά της;
Φυσικά ένα ερώτημα τέτοιου είδους προκύπτει μόνο τις φορές που δεν μας αρκούν οι ορισμοί/περιορισμοί των εγκυρότατων λεξικών.
Εγώ (ξανα-)αναρωτήθηκα από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Σε όλη την ανάγνωση σκεφτόμουν πως το να μην έχει κάποιος σκιά σημαίνει πως είναι διαφανής/διαπερατός από το φώς. Ένα είδος αορατότητας (που συνειρμικά μας παραπέμπει στην έννοια της ανυπαρξίας).
Αυτό που πραγματικά λείπει από τον Πέτερ Σλέμιλ είναι η πυκνότητα, η βαρύτητα, η βαρύνουσα σημασία ή αλλιώς ο αποχρών Λόγος. Ή αν θέλετε του λείπει το πνεύμα/η ενέργεια/η δράση/η στάση ζωής συνοπτικά δηλαδή, η ταύτιση θυμικού και πράξης, εκείνο που θα εξασφάλιζε την κατάκτηση μιας κοινωνικής (στην ουσία κοσμικής) θέσης στο ανθρώπινο όν (θυμηθείτε ότι ο Πέτερ Σλέμιλ πάει στην βίλλα για μια μικρή εξυπηρέτηση).
Αναρωτιέται κανείς μήπως τελικά η ανταλλαγή με τον διάβολο δεν είναι κάτι άλλο παρά μια (μεταφορικά αποδιδόμενη) επικύρωση της συμφωνίας/στάσης ζωής με τον τοπικό άρχοντα.
Να μια άλλη ανάγνωση του βιβλίου: όλη η ιστορία περιγράφει την πορεία ενός ανθρώπου που στο τέλος αρνείται την υπακοή και την ιεραρχία.
Χαλεποί καιροί! Πόσοι γύρω μας δέχθηκαν τα κατάλληλα πόστα και κυκλοφορούν ανάμεσά μας με ίσκιο πλάνο;
Όσο ο Πέτερ Σλέμιλ παραμένει χωρίς τον Πέτερ Σλέμιλ, ένα ανδρείκελο κούφιων επιθυμιών και αστραφτερών ψευδαισθήσεων δεν ολοκληρώνει τον εαυτό του και άρα η σύνδεσή του με τον κόσμο είναι αδύνατη. Έτσι οδηγείται μόνιμα στην φυγή. Και γίνεται όντως άπατρις (σωστά κύριε Mann).
Μόνο όταν πάψει να αναζητά τον εαυτό του στον καθρέπτη της πραγματικότητας και αφού τον ανακαλύψει μέσα στις ίδιες του τις επιλογές, θα (ξανα-)γίνει ολάκερος. Και θα συναντήσει ευνοϊκές συγκυρίες (κοσμική χάρη;). Θα βλέπει πια την πραγματικότητα όπως είναι και θα βιώνει την σχέση του μαζί της.
Για τους νοσταλγούς του παλιού, να πούμε ότι ο Πέτερ Σλέμιλ δεν ξαναγυρίζει πίσω. Για ποιο λόγο άλλωστε; Κανένα από τα παλιά του όνειρα δεν πραγματοποιήθηκε, κι όμως αυτός τώρα περπατά τον δικό του δρόμο (ας είναι άφθαρτες οι μπότες του στο διηνεκές).
Ούτε σκιά ξαναπόκτησε!
Έφτιαξε όμως μια άλλη με τα έργα του! Και τούτη η σκιά μεγάλωσε τόσο πολύ που όχι μόνο μετέτρεψε την καταδίκη της φυγής σε δυνατότητα ύπαρξης οπουδήποτε, αλλά σκέπασε, τρόπον τινά, και εμάς τους αναγνώστες μεταδίδοντάς κάτι από το νόημα της ζωής, που αν και πάντα φευγαλέα, κάθε στιγμή της είναι ανεκτίμητη.
Έτσι ο άπατρις γίνεται πανταχού παρών και δρών.

Προς τούτο: Σκοπείτε το Στερεόν

Προτροπή: Διαδώστε το βιβλίο αυτό. Προτιμούνται οι νεαρές ηλικίες.

Περικλής Δ. Παυλάκος
Νοέμβρης 2011

Λέσχη ΣΤ-3

Η τρίτη φετινή συνάντηση της Λέσχης έγινε την Κυριακή 20/11/2011. Μιλήσαμε για το βιβλίο: Η Αλλόκοτη Ιστορία του Πέτερ Σλέμιλ  του Adelbert von Chamisso (εκδόσεις Ερατώ, 1987) με εισήγηση του Περικλή Δ. Παυλάκου.

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Έγκλημα και Τιμωρία

του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι

            Πρόκειται για αστυνομικό θρίλερ με φιλοσοφικές και κοινωνικές διαστάσεις, το πρώτο από τις μεγάλες μυθιστορηματικές συνθέσεις του.
Η ψυχολογική ανάλυση του ήρωα από το μεγάλο Ρώσο συγγραφέα δίνει στο έργο βάθος και ο προβληματισμός του το καθιστά διαχρονικό. Δίκαια θεωρείται ένα από τα μεγάλα μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και διδάσκεται σε πολλές σχολές Ψυχολογίας πανεπιστημίων του σύγχρονου κόσμου.
Αγία Πετρούπολη, έτος 1866. Ένα διπλό φονικό διαπράττεται. Θύματα: μια γριά τοκογλύφος και η ανυπεράσπιστη αδερφή της. Δράστης: ο Ρασκόλνικωφ, ένας πρώην φοιτητής, που διακατέχεται από την ιδεοληψία ότι είναι «υπεράνθρωπος» και ότι δικαιούται να εγκληματήσει για το καλό της ανθρωπότητας… Η δράση φέρνει αντίδραση και το έγκλημα επισείει τιμωρία. Ποια θα είναι τιμωρία του; Από πού θα προέλθει; κυριεύεται από τις Ερινύες, παλινδρομώντας ανάμεσα στο ορθό και το άδικο, το παράλογο και τη λογική.
Από το νόμο, με εκφραστή τον ανακριτή Πορφύρη που υποπτεύεται τον ένοχο εξαρχής και τον κυκλώνει με δεξιοτεχνία ήρεμου γηραιού αιλουροειδού; ή από τη συνείδησή του, που θα τον καταβάλει όψιμα, μετά τη συνάντησή του με την πόρνη Σόνια, μια αγία αμαρτωλή;
Η ομολογία του δράστη θα είναι αυτόβουλη το αίτημα του παντεπόπτη οφθαλμού για δικαιοσύνη εκπληρώνεται κι επέρχεται η κάθαρση.
Για να πλάσει τον χαρακτήρα της Σόνιας χρησιμοποίησε ως πρωτότυπο τη Λίζα, από «τις σημειώσεις από το Υπόγειο». Ο Ντοστογιέφσκι  χρησιμοποιεί επανειλημμένα την ιδέα της αγίας πόρνης στα έργα του, έχοντας πιθανώς ως αρχέτυπο τη Μαγδαληνή.
Ο φοιτητής Ρασκόλνικωφ, που έγινε δολοφόνος διαμαρτυρόμενος για την κοινωνική αδικία και καταγγέλλοντας την, προβληματίζεται αν σε τελευταία ανάλυση είναι ο ίδιος εγκληματίας, τη στιγμή που όσοι κάνουν τους πολέμους ευθύνονται για εκατομμύρια θανάτους σε όλο τον κόσμο...
Να πώς σχολίαζε ο ίδιος το νόημα του έργου του: «Εδώ, αναπτύσσεται η συνολική ψυχολογική διαδικασία του εγκλήματος. Ο δολοφόνος βασανίζεται από άλυτα προβλήματα και απρόσμενα συναισθήματα. Θείοι και ανθρώπινοι νόμοι ζητούν να τους καταβληθεί το οφειλόμενο αντίτιμο.    Και, στο τέλος, αναγκάζεται να παραδοθεί, ούτως ώστε, παρότι ίσως πεθάνει στη φυλακή, να μπορεί να χαρεί τη συντροφιά των άλλων ανθρώπινων πλασμάτων. Τον οδηγεί σ' αυτό η αίσθηση ότι απομονώθηκε από την υπόλοιπη ανθρωπότητα». Ο Ντοστογιέφσκι εμπνεύστηκε το «Έγκλημα και τιμωρία» από ένα αληθινό περιστατικό. Στα μέσα της δεκαετίας του 1860, ένας φοιτητής είχε δολοφονήσει έναν γέροντα με κίνητρα παρόμοια με του Ρασκόλνικοφ. Ο τελευταίος παρουσιάζεται στο βιβλίο ως ένας απελπισμένος νέος, διωγμένος από το πανεπιστήμιο, ταπεινής καταγωγής, ο οποίος σκοτώνει μια γριά τοκογλύφο που κανείς δεν πρόκειται να πενθήσει, θεωρώντας ότι θα λύσει τα οικονομικά του προβλήματα απαλλάσσοντας και την κοινωνία από ένα άχρηστο μέλος της. Ο Ρασκόλνικοφ πείθει τον εαυτό του ότι έχει δικαίωμα να σκοτώσει, εάν με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζει τη δυνατότητα να εκπληρώσει τον προορισμό του. Φαινομενικά, ο Ρώσος συγγραφέας μιλούσε για τα προβλήματα των νέων αλλά, όπως σημειώνει ο Κωστής Παπαγιώργης στη μελέτη του «Ντοστογιέφσκι», «στην ουσία πλαγιοκοπούσε τη δεσπόζουσα επαναστατική ιδεολογία της εποχής». Χρησιμοποιώντας τον φόνο σε όλες του τις διαστάσεις -από τη ρεαλιστική περιγραφή μέχρι την αστυνομική έρευνα και τη συντριβή- είχε τη μείζονα ευκαιρία να απαντήσει στα κηρύγματα των αντιπάλων δείχνοντας το εσωτερικό δράμα της ιντελιγκέντσια». Δεξιοτέχνης του υποσυνείδητου σε μια εποχή που ο όρος αυτός δεν είχε ακόμα επινοηθεί, ο Ντοστογιέφσκι θέτει τον Ρασκόλνικοφ σε οριακές συνθήκες, κι εστιάζοντας στον εσωτερικό του κόσμο φτάνει ώς τα μύχια της ψυχής του. Το ζωτικό κέντρο του μυθιστορήματός του, άλλωστε, δεν είναι η περιγραφή της αθλιότητας που έβλεπε ο συγγραφέας γύρω του, αλλά η συνείδηση του ήρωα και η ενοχή της.
Όλοι οι ήρωες του έργου -ο δαιμονικός Ρασκόλνικοβ, ο τραγικός Μαρμελάντοβ, η μαρτυρική Σόνια, η βασανισμένη Πουλχερία Αλεξάντροβνα, ο σατανικός Πορφύρης Πετρόβιτς, η υπέροχη Ντούνια Ρομάνοβνα, ο λάγνος Σβιντριγκάιλοβ-, όλοι τους διαχρονικοί ανθρώπινοι τύποι, ζωντανεύουν στις σελίδες του βιβλίου και στέκονται μπροστά μας, είτε έξαλλοι είτε θλιμμένοι είτε σαρκαστικοί• η παρουσία τους δε μας εγκαταλείπει ποτέ, όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει από την πρώτη γνωριμία μας μαζί τους.
Αξίζει να σταθεί κανείς στα παρακάτω:
1)    Σημαντικές οι δύο συναντήσεις του με τη Σόνια.                                      -Η πρώτη συνάντηση με τη Σόνια στο σπίτι της, όπου γίνεται ιδιαίτερα φορτικός και σκληρός στις επισημάνσεις του και στο ξεγύμνωμα της αλήθειας. Καθώς και στην αντιμετώπιση της θρησκευτικής της πίστης. Η πίστη συμπεραίνει, είναι εκείνο που την συγκρατεί από την κατακρήμνιση της στη διαφθορά σύμφωνα με τον τρόπο που ζει. Εκείνη με τη σειρά της του μεταλαμπαδεύει την ανάγκη στην πίστη. Πράγμα που πετυχαίνει κατά την παραμονή του στο κάτεργο.                -Η δεύτερη συνάντηση πάλι στο σπίτι της όταν της αποκαλύπτει το μυστικό που τον βαραίνει. Αναλύει δε την αιτιολογία του φόνου από διαφορετικές προσεγγίσεις (Άνθρωποι- ψείρες, Ναπολέοντας, Ληστεία μετά φόνου κ.λ.π.). Εκείνη δηλώνει δειλά, ότι δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τα παραδείγματα και επιμένει στο γεγονός ότι δεν παύει να είναι φονιάς.
2)    Η χρονοβόρα και ψυχοφθόρα συνάντηση του με τον Πορφύρη, που προσπαθεί με το γάντι να τον ξεγυμνώσει και να τον ενοχοποιήσει χωρίς να το εκφράζει ξεκάθαρα. Αυτό μπερδεύει περισσότερο το φονιά και τον οδηγεί σε βίαια ξεσπάσματα. Τέλος το σόφισμα με την ενοχή του Νικολά τον καθησυχάζει εν μέρει προσωρινά.
3)    Η συνομιλία του αλαζόνα Πιότρ Πέτροβιτς με τον πρώην  προστατευόμενο του Λεμπεζιάτνικοβ σχετικά με τις προοδευτικές θέσεις του δεύτερου για την κολεκτίβα π.χ. τη θέση της γυναίκας.
4)    Η καταλυτική επιρροή της Σόνιας στην εθελούσια παράδοση του, καθώς και η στωική παραμονής της πλάι του, κοντά στα κάτεργα.  Η κορύφωση της τραγωδίας έρχεται με την κάθαρση όταν επιτέλους μαλακώνει η σκληρή σαν ατσάλι ψυχή του, που ζούσε στην απομόνωση πριν και μετά την φυλάκιση και δέχεται το προνόμιο της αγάπης. Μπορεί πλέον να τη δεχτεί και να την αποδώσει. Αποδεικνύεται ότι η δύναμη της αγάπης ουσιαστικά τον σώζει και τον κάνει αποδεκτό στο περιβάλλον του.
Η πορεία του Ρασκόλνικωφ είναι παράλληλη με αυτήν του Ντοστογιέφσκι. Ο Ρασκόλνικωφ είναι ένας αντάρτης αλλά στο τέλος, μέσω της Σόνιας, παρότι δεν συμβιβάζεται με τον κόσμο ενάντια στον οποίο εξεγέρθηκε, γεφυρώνει ωστόσο το χάσμα που είχε πρωτύτερα ανοίξει. Ο Ντοστογιέφσκι στα νεανικά του χρόνια συμμετέχει σε επαναστατικούς κύκλους, αλλά σε μια ωριμότερη ηλικία αναθεωρεί τις ιδέες του και μεταστρέφεται σε βαθιά θρησκευόμενο άτομο.
Το 1865, με τη βοήθεια ενός φίλου αστυνομικού που είχε κάποιες νομικές γνώσεις, γλυτώνει  από κάποιο τοκογλύφο. Οι συζητήσεις λοιπόν με τον πρώτο, τον βοηθούν ώστε να περιγράψει την ανάκριση του Ρασκόλνικωφ από τον Πορφύρη,  και να αποδώσει την ένταση της αστυνομικής ατμόσφαιρας. Άλλωστε, την ατμόσφαιρα αυτή, την είχε βιώσει και ο ίδιος, όταν είχε συλληφθεί για την δραστηριότητά του ως μέλος της παράνομης ομάδας του Πετρασέφσκι. Γνώριζε ακόμα από πρώτο χέρι την εξορία στη Σιβηρία, καθώς έμεινε τέσσερα χρόνια στο κάτεργο του Όμσκ. Από την εποχή που βίωσε το μαρτύριο του κάτεργου, ο Ντοστογιέφσκι διατήρησε ανεξίτηλα στη μνήμη του πρόσωπα και χαρακτήρες που κατοικούσαν μαζί του στην κόλαση της φυλακής.
Η πορεία του Ρασκόλνικωφ είναι παράλληλη με αυτήν του Ντοστογιέφσκι. Ο Ρασκόλνικωφ είναι ένας αντάρτης αλλά στο τέλος, μέσω της Σόνιας, παρότι δεν συμβιβάζεται με τον κόσμο ενάντια στον οποίο εξεγέρθηκε, γεφυρώνει ωστόσο το χάσμα που είχε πρωτύτερα ανοίξει. Ο Ντοστογιέφσκι στα νεανικά του χρόνια συμμετέχει σε επαναστατικούς κύκλους, αλλά σε μια ωριμότερη ηλικία αναθεωρεί τις ιδέες του και μεταστρέφεται σε βαθιά θρησκευόμενο άτομο.
Η μητέρα του πεθαίνει από φθίση, όπως κι η μητριά της Σόνιας, ενώ η φιγούρα του μπεκρή Μαρμελάντωφ, επαναλαμβάνεται παραλλαγμένη και σ’ άλλα έργα του. Ενδεχομένως, ως πρότυπο να χρησιμοποιήθηκε ο πατέρας του, που φέρεται ότι ήταν αλκοολικός. Σίγουρα, λοιπόν, τα αυτοβιογραφικά στοιχεία βρίθουν στο έργο του Ντοστογιέφσκι και ειδικά στο «Έγκλημα και Τιμωρία».
Ας σημειωθεί εδώ ότι ο πατέρας του είχε βίαια ξεσπάσματα ενώ η μητέρα του Μαρία το άκρως αντίθετο μια τρυφερή μορφή με την οποία ο νεαρός Φιοντόρ είχε βαθιά σχέση αγάπης.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Φιοντόρ Μιχήλοβιτς Ντοστογιέφσκι, μία από τις σπουδαιότερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1821 στη Μόσχα. Ήταν το δεύτερο από τα επτά παιδιά μιας μεσοαστικής οικογένειας. Αμέσως μετά από τον θάνατο της μητέρας του το 1937, ξεκινά μαζί με τον αδερφό του, σπουδές στη Στρατιωτική Ακαδημία Μηχανικών στην αγία Πετρούπολη, σύμφωνα με τις επιταγές του πατέρα του, συνταξιούχου στρατιωτικού χειρουργού. Παρότι σπουδάζει μηχανικός δεν επιδεικνύει κανένα ενδιαφέρον για τα μαθηματικά αλλά αντίθετα, μεγάλο ζήλο για τη λογοτεχνία. Μετά το θάνατο του πατέρα του, εγκαταλείπει τη στρατιωτική ακαδημία και ξεκινά το συγγραφικό του έργο, αρχικά μεταφράζοντας. Το λογοτεχνικό του είδωλο ήταν ο Honore de Balzac, τον οποίο μεταφράζει στη ρωσική.
Το 1847 εμπλέκεται στον επαναστατικό σοσιαλιστικό-ουτοπικό  κύκλο Πετρασέφσκι ενώ στις 23 Απριλίου του 1849, συλλαμβάνεται για δράση κατά της πολιτικής του Τσάρου Νικολάου Α, με την κατηγορία της συνωμοσίας. Η ποινή του θανάτου μετατρέπεται σε 4ετή εγκλεισμό, στα κάτεργα του Όμσκ στη Σιβηρία. Οι συνθήκες είναι άθλιες και το 1850 συμβαίνει εκεί η πρώτη καταγεγραμμένη επιληπτική του κρίση. Μετά την αποφυλάκισή του παραμένει για πέντε χρόνια ως στρατιώτης στο 7ο τάγμα στο Σεμιπαλατίνσκ όπου και παντρεύεται το 1857 την Μαρία Ντιμιτρίεβα Ισάεβα.
Η περίοδος που διανύει στη φυλακή είναι καταλυτική για την μεταστροφή των πολιτικών και θρησκευτικών του πεποιθήσεων. Στρέφεται προς την χριστιανική, ορθόδοξη παράδοση και αρχίζει να ασκεί κριτική στους μηδενιστές και στους σοσιαλιστές. Το 1859 επιστρέφει στην αγία Πετρούπολη όπου αρχίζει να εκδίδει μια σειρά εφημερίδων μαζί με τον αδερφό του Μιχαήλ, χωρίς επιτυχία. Ο θάνατος του αδερφού του πρώτα, και της γυναίκας του το 1864, τον συντρίβουν.  Καταστρέφεται και οικονομικά, παίζοντας  τζόγο και πέφτει σε βαθιά κατάθλιψη. Για να ξεφύγει από τους πιστωτές, ο Ντοστογιέφσκι αρχίζει να ταξιδεύει στη Δυτική Ευρώπη και να επισκέπτεται τα διάφορα καζίνο.  Εκεί συνάπτει ερωτικό δεσμό με την Πωλίνα Σούσλοβα, αλλά τελικά παντρεύεται τη νεαρή στενογράφο Άννα Γκριγκόρεβνα το 1867, με την οποία αποκτά δύο κόρες και ένα γιο που πεθαίνει σε παιδική ηλικία.
Στην  περίοδο που ακολουθεί γράφει τα σημαντικότερα έργα του. Επιπλέον μια νέα εκδοτική προσπάθεια της μηνιαίας εφημερίδας «Το ημερολόγιο ενός συγγραφέα» στέφεται αυτή τη φορά με μεγάλη επιτυχία. Διατηρεί φιλικούς δεσμούς με το γνωστό φιλόσοφο Σολόγιοφ. Το 1880 εκφωνεί τον επικήδειο του Πούσκιν. Τα
Η ζωή του Ντοστογιέφσκι αποτυπωμένη τελευταία χρόνια της ζωής του αποσύρεται  σε ένα θέρετρο λίγο  έξω από την Αγ. Πετρούπολη. Μελέτησε την κοινωνία και τον κόσμο όχι θεωρητικά αλλά στην πράξη. Θέμα των έργων του, η ίδια η ζωή. Είδε από κοντά τις υποβαθμισμένες συνοικίες, γνώρισε τη φτώχεια, τον πόνο, την εξαθλίωση των ταπεινών ανθρώπων και στη συνέχεια μετέφερε τις εικόνες αυτές στα μυθιστορήματα του. Ασχολήθηκε με τον άνθρωπο και την κοινωνία και υπήρξε αγωνιστής και επαναστάτης. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών και η προσφορά του στην παγκόσμια λογοτεχνία είναι διεθνώς αναγνωρισμένη. Θεωρείται ως ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος όλων των εποχών και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.

 Το σπίτι-μουσείο του Ντοστογιέφσκι

Στις αρχές Οκτώβρη του 1878, ο Ντοστογιέφσκι με την οικογένειά του μετακόμισε σ' ένα διαμέρισμα στην Οδό Κουζνέτσνυ αριθ. 5. Η απόφαση να πάει σ' ένα νέο σπίτι συνδέεται με τον τραγικό θάνατο του μικρότερου γιου του στις 16 Μαίου 1878 από επιληψία, αρρώστια πουείχε κληρονομήσει από τον ίδιο τον πατέρα του. Το διαμέρισμα αυτό της Κουζνέτσνυ αριθ. 5, όπου ο Ντοστογιέφσκι έζησε για 2 1/2 χρόνια μέχρι το θάνατό του, ήταν στο δεύτερο όροφο με έξι δωμάτια και παράθυρα με θέα στην Εκκλησία του Αγίου Βλαντίμιρ, όπου ο Ντοστογιέφσκι εκκλησιαζόταν στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Σ' αυτό το σπίτι με την ταπεινή επίπλωση, ο Ντοστογιέφσκι έγραψε το τελευταίο μυθιστόρημά του Οι αδελφοί Καραμαζώφ. Το Νοέμβριο του 1991, με τη συμπλήρωση 150 χρόνων από τη γέννηση του συγγραφέα, το Μουσείο Ντοστογιέφσκι της Αγίας Πετρούπολης άνοιξε στο κοινό τις πύλες του στο σπίτι αυτό.
Ο Ντοστογιέφσκι, πέρα από επιληπτικός, υπέφερε σ' όλη του τη ζωή και από ασθένεια των πνευμόνων. Στις 26 Γενάρη του 1881, είχε μια σοβαρή πνευμονική αιμορραγία. Το βράδυ της ίδιας ημέρας κάλεσαν τον ιερέα της γειτονικής Εκκλησίας του Αγίου Βλαντίμιρ κι ο Ντοστογιέφσκι εξομολογήθηκε και δέχτηκε τη Θεία Κοινωνία. 'Οπως γράφει στο "Ημερολόγιό" της η 'Αννα Γρηγόριεβνα Ντοστογιέφσκι, όταν διαβεβαίωνε τον Ντοστογιέφσκι ότι θα ζούσε ακόμη για πολλά χρόνια, εκείνος της απάντησε: "'Οχι, το ξέρω, θα πεθάνω σήμερα! 'Αναψε μια λαμπάδα, 'Αννια, και δος μου το Ευαγγέλιο".
Στις 28 Γενάρη του 1881, ώρα 8.36 το βράδυ, ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι πέθανε. Τα νέα για το θάνατο του Ντοστογιέφσκι τάραξαν αφάνταστα τους Ρώσους της Αγίας Πετρούπολης. Για δυο συνεχείς ημέρες, 29-30 του Γενάρη, το διαμέρισμα της Οδού Κουζνέτσνυ αριθ. 5 κατακλυζόταν από κόσμο, που συνέρρεε για το τελευταίο αντίο - μπροστά στο ξεσκέπαστο φέρετρο στη μέση του γραφείου του - στον πολυαγαπημένο του συγγραφέα. 'Ολα τα δωμάτια του σπιτιού ήταν κατάμεστα με κόσμο. Μεγάλες μορφές της ρωσικής λογοτεχνίας συνωστίζονταν γύρω από το φέρετρό του.
Το Σάββατο στις 31 Γενάρη, η σορός του Ντοστογιέφσκι μεταφέρθηκε από το σπίτι της Οδού Κουζνέτσνυ αριθ. 5. Όλη η Αγία Πετρούπολη, δίχως άλλο προηγούμενο, ακολούθησε τη νεκρική πομπή προς το Μοναστήρι του Αλεξάντερ Νιέφσκι, όπου θα γινόταν η ταφή. Πρωτομηνιά, Φλεβάρης του 1881, μετά την εξόδιο λειτουργία στην Εκκλησία του Αγίου Πνεύματος της Μονής και με την παρουσία τεράστιου πλήθους ανθρώπων, ο Ντοστογιέφσκι τάφηκε στο Κοιμητήριο Τίχβιν (Tikhvin) του Μοναστηριού Αλεξάντερ Νιέφσκι, δίπλα στον τάφο του Ρώσου ποιητή Βασίλι Ζουκόφσκι. Στα 1883, σε επιτάφια τελετή, έγιναν τα αποκαλυπτήρια του μνημείου και της προτομής του Ντοστογιέφσκι, έργο του γλύπτη Ν. Λαβρέτσκυ. Όχι μακρυά από τον τάφο του Ντοστογιέφσκι, βρίσκονται και οι τάφοι διάσημων συνθετών της Ρωσίας - Τσαϊκόφσκι, Ρίμσκυ-Κόρσακοφ, Μουσόργκσκι, Μποροντίν και Γκλίνκα.

Εργογραφία 

Μυθιστορήματα

  • Ο φτωχόκοσμος (1846)
  • Ο σωσίας (1846)
  • Νιετόσκα Νιεζβάνοβα (1849)
  • Το όνειρο του θείου μου (1859)
  • Το χωριό Στεπαντσίκοβο και οι κάτοικοί του (1859)
  • Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων (1860-1862)
  • Ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι (1861)
  • Σημειώσεις από το υπόγειο (1864)
  • Ο παίκτης (1866)
  • Έγκλημα και τιμωρία (1866)
  • Ο ηλίθιος (1868)
  • Ο αιώνιος σύζυγος (1870)
  • Οι δαιμονισμένοι (1871-1872)
  • Ο έφηβος (1875)
  • Αδελφοί Καραμαζώφ (1879-1880)

Διηγήματα

  • Ο κύριος Προχάρτσιν (1846)
  • Μυθιστόρημα σε εννέα γράμματα (1847)
  • Η σπιτονοικοκυρά (1847)
  • Η γυναίκα ενός άλλου και ο άντρας κάτω απ’το κρεβάτι (1848)
  • Το χριστουγεννιάτικο δέντρο και ο γάμος (1848)
  • Λευκές νύχτες (1848)
  • Πολζούνκωβ (1848)
  • Μια αδύναμη καρδιά (1848)
  • Ένας τίμιος κλέφτης (1848)
  • Ο μικρός ήρωας (γραμμένο το 1849 και δημοσιευμένο το 1857)
  • Μια αξιοθρήνητη ιστορία (1862)
  • Ο κροκόδειλος (1865)
  • Μπόμποκ* (1873)
  • Μικρές εικόνες*(1873)
  • Το παιδί στο δένδρο του Χριστού* (1876)
  • Μια γλυκιά γυναίκα* (1876)
  • Ο χωρικός Μάρεϊ* (1876)
  • Η αιωνόβια* (1876)
  • Το όνειρο ενός γελοίου* (1877)
*Σημ. Δημοσιεύτηκαν μέσα από «Το ημερολόγιο ενός συγγραφέα»

Δοκίμια

  • Χειμερινές σημειώσεις σε καλοκαιρινές εντυπώσεις (1863)
  • Το ημερολόγιο ενός συγγραφέα (1873-1877)
  • Ο λόγος για τον Πούσκιν (1880)

Πηγές

  • Ν.Ashimbaeva - V. Biron: "The Dostoevsky Museum in Saint- Petersburg", Silver Age Publishers, Saint-Petersburg, 2006 (Σχετικά με το σπίτι- μουσείο του Ντοστογιέφσκι στην Αγία Πετρούπολη και τα γεγονότα του θανάτου του).
  • 'Αννα Γρηγόριεβνα Ντοστογιέβσκη: "Ο Ντοστογιέβσκη και γω", Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, 2004.
  • Μήτσος Αλεξανδρόπουλος: "Ο Μεγάλος Αμαρτωλός", Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1999.
Ερωτεύεται την 20χρονη στενογράφο Anna Grigoryevna Snitkina, στην οποία υπαγορεύει τον Παίχτη, και το 1867 παντρεύονται. Για να αποφύγει τους δανειστές το ζευγάρι αναχωρεί για την Ευρώπη, όπου θα παραμείνει για τέσσερα χρόνια. Επισκέπτονται τη Γερμανία, την Ελβετία και την Ιταλία ενώ η φήμη του Dostoyevsky πίσω στη Ρωσία μεγαλώνει σταδιακά. Οι Δαιμονισμένοι σημειώνουν μεγάλη επιτυχία όπως και οι μηνιαίες δημοσιεύσεις του Ημερολόγιου του Συγγραφέα, τα χρόνια 1873-1881.
Την εποχή που κυκλοφορούν οι «Αδερφοί Καραμαζώφ» (1879-80), έργο που πολλοί χαρακτηρίζουν ως το καλύτερό του, ο Dostoyevsky απολαμβάνει ήδη την καθολική αναγνώριση ως ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της χώρας του. Με αυτό που έμελλε να είναι το τελευταίο έργο του, ο Dostoyevsky καταπιάνεται με την πατροκτονία, θέμα που απασχολεί σε ολόκληρη τη ζωή του τον συγγραφέα. Το 1880, απαγγέλει τον λόγο για τον Pushkin κατά τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του μεγάλου ποιητή στη Μόσχα.
Λέγεται ότι o Leo Tolstoy, αν και δεν είχαν συναντηθεί ποτέ οι δυό τους, ξέσπασε σε δάκρυα όταν έμαθε για το θάνατο του Dostoyevsky καθώς και ότι όταν ο Tolstoy πέθανε, στον σιδηροδρομικό σταθμό Astapovo, είχε μαζί του ένα αντίτυπο τωνΑδερφών Καραμαζόφ.
Εκτός από τους Ρώσους, ο Dostoyevsky επηρέασε σημαντικά και πολλούς άλλους σύγχρονούς του και μελλοντικούς συγγραφείς, όπως οι Thomas Mann, Ernest Hemmingway, Virginia Woolf, James Joyce, κ.α. Ο Albert Camus αναγνώριζε στον Dostoyevsky τον σπουδαιότερο προφήτη του 20ού αιώνα, ενώ τόσο ο Nietzsche όσο και ο Sigmund Freud έχουν αντλήσει από το έργο του. Ο Nietzsche αναφερόταν στον Dostoyevsky ως τον μοναδικό ψυχολόγο από τον οποίο είχε να μάθει κάτι. Ο Freud έγραψε το άρθρο Ο Dostoyevsky και η Πατροκτονία και αν και είναι κριτικός απέναντι στο έργο του συγγραφέα, κατατάσσει τους αδερφούς Καραμαζόφ μεταξύ των τριών σπουδαίοτερων έργων λογοτεχνίας. Ο δε Albert Einstein είχε πει: «ο Dostoyevsky μου προσφέρει πολύ περισσότερα από οποιονδήποτε επιστήμονα».



Παράλληλες Β-2

Το Σάββατο 12-11-2011 στις Παράλληλες Συναντήσεις συζητήσαμε το βιβλίο της Εντίτα Μόρρις "Τα λουλούδια της Χιροσίμα. Η τραγωδία, ο έρωτας και οι ιδιαιτερότητες της Ιαπωνικής αίσθησης και στάσης ζωής ήταν οι κύριοι άξονες συζήτησης.

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Για την Χαμένη Άνοιξη


Η Χαμένη άνοιξη του Στρατή Τσίρκα (Λογοτεχνικό ψευδώνυμο) του Γιάννη Χατζηανδρέα που είχε υπογράψει και με τα ψευδώνυμα Λούκης Αράπης και Φώτης Μαλυγκός ενίοτε κάποια έργα, είναι το κύκνειο άσμα του, α΄ μέρος μιας τριλογίας που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε.  Ο υπέρτιτλος του έργου Δίσεχτα χρόνια έγινε σεβαστός κι αποδεκτός σε όλες τις ανατυπώσεις του έργου μετά το θάνατο του συγγραφέα ως σήμερα.
          Για τη Χαμένη άνοιξη ο Τσίρκας μας πληροφορεί στο Ημερολόγιό του με ημερομηνία 8 Οκτωβρίου 1969:  «Τρία χρόνια με βασανίζει αλλά και με ζεσταίνει η επιθυμία να γράψω καινούργιο μυθιστόρημα.  Στην αρχή το έβλεπα σαν ένα τόμο:  τολμηρό, ερωτικό, αθηναίικο, με το τρελό και τραγικό κόσμο των εκπατρισμένων που βρήκαν εδώ μια «νέα»  πατρίδα.  Λύση στα ατομικά προβλήματά τους ή στην επανασύνδεσή τους με την αίσθηση της ζωής που είχε αποστεγνώσει ο μηχανικός  «πολιτισμός»  του τόπου τους.  Ύστερα μέσα μου  το σχέδιο πήρε πάλι μορφή τριλογίας – ήρθαν και τα γεγονότα βλέπεις – άρχισα να το σκέφτομαι σαν ιστορικό – πολιτικό, όχι συνέχιση των προσώπων του Ακυβέρνητες Πολιτείες, όχι ο ίδιος χώρος, όχι οι ίδιες νοσταλγίες, όχι η ίδια τεχνική.  Τα βιώματά μου, οι εξαίσιες στιγμές – εκείνες που λες, ενώ ακόμα τις ζεις:  Ναι, αυτό θα πρέπει να σωθεί, να μπει  στο μυθιστόρημα».
          Ο Αντρέας κύριος ήρωας του έργου, η ερωτική Φλώρα με τον έκλυτο βίο και η Ματθίλδη υφαίνουν τον ερωτικό μύθο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται το βιβλίο.  Ο πρωταγωνιστής πολιτικός πρόσφυγας 18 χρόνια επαναπατρίζεται και νιώθει να του φαίνονται  «όλα σαν παραμύθι.  Αθήνα η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου…»  Ολόκληρο το έργο που έχουμε στα χέρια μας διαρκεί 19 ημέρες από 4 μέχρι 23 Ιουλίου.  Δεν καταγράφεται το έτος μα υποψιαζόμαστε ότι είναι το 1966.  Πολύ μικρό διάστημα για τη πληθώρα των γεγονότων που απ’ τη τρίτη κιόλας σελίδα μας βάζει αμέσως στα βαθιά.  «Έγιναν τρομερά πράγματα, δε θέλω να μιλήσω…. Ίσως και να μην είμαι άξιος εγώ για να καταπιαστώ με δαύτα»  ο φόβος του συγγραφέα στη συνέχεια γίνεται αποκαλυπτικός πρόσωπα του οδυνηρού  παρελθόντος εμφανίζονται περιπλέκονται με οικογενειακές συμμετοχές πλεκτάνες της πολιτικής ζωής γίνονται γνωστές από αυτόπτες μάρτυρες με μορφή εξομολόγησης ο αναγνώστης συμμετέχει στα γεγονότα της εθνικής προδοσίας της πολιτικής μηχανορραφίας ζει από κοντά τους μυστικούς πράκτορες τους ξένους ανταποκριτές δεύτεροι ήρωες σύντροφοι ερωτικοί της απανταχού παρούσης Φλώρας αμερικάνας υπηκόου από πατέρα Δανό και μητέρα Ελβετίδα που εκτός από τον έρωτα τιμά δεόντως και το αλκοόλ.  Που τη βρίσκεις που τη χάνεις σε άλλο μπαράκι κάθε μέρα και με άλλο ερωτικό σύντροφο.  Μια φορά μόνο θα βρεθούν με τον Ανδρέα και θα τον χάσει επειδή δε μπορεί να του είναι πιστή.  Ο Αντρέας κεντρικός ήρωας με αυτοβιογραφικά στοιχεία του ίδιου του συγγραφέα σε πρώτο πρόσωπο δύσκολο να μη τον ταυτίσεις με τον γράφοντα κερδίζει αμέσως τον αναγνώστη με μια φράση που ξεχώρισα  «καθαρή καρδιά κι όσο θέλεις πάτα» με λαχτάρα ομολογεί  «Δίψασα ελευθερία.  Η ψυχή μου ήταν αιχμάλωτη και πάλευε για να μην πλαντάξει».  Η θεία του, η νονά του πρόσωπα οικεία και το ταξίδι στη Λειβαδιά τον φέρνει σε συζήτηση με το θείο του που επιστρέφοντας Αθήνα ξυπνά με δυσφορία και πνίξιμο.  Ο θείος εκτός τα περιουσιακά του Αντρέα ήταν αναμεμιγμένος σε δολοπλοκίες και ύποπτες πολιτικές υποθέσεις.  Χάρη στη περιουσία της μάνας του ο ήρωας ομολογεί:  «Τα αγαθά της καταναλωτικής κοινωνίας, άντε, άλλοτε, να στήσεις σπιτικό μέσα σε δυο μέρες και άντε να το κάνεις σήμερα στη Βαρσοβία, τη Πράγα, τη Μόσχα, άσε πια τη Τασκένδη».  Γειτόνισσά του στο διαμέρισμα του γ΄ ορόφου η φλογερή αγωνίστρια Ματθίλδη.  Τα πολιτικά γεγονότα τρέχουν καταιγιστικά κι ο Τσίρκας τα παρουσιάζει διεξοδικά, αναλυτικά και με λεπτομέρειες πράγμα που ίσως είναι λίγο κουραστικό μα πάνω απ’ όλα τονίζει τον τρόπο που η ιστορία εισβάλει στις σχέσεις των ανθρώπων και πως ταράζει τις συνειδήσεις τους.  Παρακολουθούμε την εθνική προδοσία, την αποστασία, πλήθη οργισμένα κάθε μέρα στους δρόμους, ο λαός γίνεται όχλος, μάζα που συγκρούεται σε πορείες.  Παρ’ όλο που φαίνονται πολλά λάθη κι ελαττώματα αυτού του λαού ο συγγραφέας μας δίδει και τα προτερήματά του που φαίνονται από την εμφάνιση και μόνο, «Τους κοίταξα έναν – ένα:  μάτια καθαρά, κεφάλι όμορφα στημένο και στην τσάκιση των χειλιών ένα αχνό χαμόγελο.  Με τέτοιους ανθρώπους πώς να μην αισιοδοξείς;  Αναγνώριζα στο δρόμο τις τυπικές ρωμέικες φάτσες, το μουστακάκι, τα βαθουλωμένα μάγουλα, το χτένισμα, τα τριμμένα ρούχα, τα στιλβωμένα παπούτσια, εκείνη την έκφραση της αγωνίας στο πρόσωπο, που αν είσαι αδιάφορος την αποδίδεις στο κλίμα ή στο δυνατό ήλιο, κι αν είσαι απ’ τους δικούς τους, μπορείς να διαβάσεις πάνω σ’ αυτή όλη την ιστορία της Ρωμιοσύνης»  μας δίνει όλη την αγάπη τη συμπάθεια και τον ανθρωπισμό του.
     Ξεχώρισα φράσεις που με άγγιξαν όπως:  «Δεν μετανιώνεις μόνο
για όσα κάνεις αλλά και για όσα δεν έκανες».  «Επειδή θ’ αλλάξει μια κυβέρνηση, δε πάει να πει πως θ’ αλλάξουν κι οι άνθρωποι».  «Ανάλογα με τη πολιτική τους τοποθέτηση υπάρχουν καλοί και κακοί Έλληνες».  «Με τη βία μπορούν να μας ξεκάμουν αλλά κι αυτό είναι αμφίβολο, δεν ξεγίνονται οι ψυχές, δηλαδή το φρόνημα, η πίστη, οι ιδέες».  «Δεν αργεί, δε χρειάζεται μακρύ καιρό το κακό».  «Κάποτε θα πρέπει να ξεχαστούν αυτά.  Αλλιώς δε θα πάψουμε να τρωγόμαστε, να μας δουλεύουν οι Αμερικάνοι κι οι Εγγλέζοι, το χάσμα του εμφυλίου θα μένει αγεφύρωτο κι ο τόπος…  Ίσως όταν έρθουν άλλες γενιές, να φτάσει και η ώρα της λήθης».  «Ίσως υπάρχει ακόμα καιρός ν’ αποφύγουμε το ανεπανόρθωτο».
          Το βιβλίο χωρίζεται σε 2 μέρη που ο συγγραφέας ονομάζει Ωροσκόπιο και Κλεψύδρα.  Τα ονόματα είναι δοσμένα από ήρωα του έργου με σκοτεινό παρελθόν σχεδόν βγαλμένο απ’ τα Τάρταρα του Άδη με το παρατσούκλι Κακομοίρας μας παρουσιάζεται και σαν Στέφανος στις γνωριμίες της Φλώρας πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο που ο Τσίρκας αριστοτεχνικά μας αποκρύπτει και το φανερώνει στο τέλος δηλαδή τη διπλή ταυτότητα του ήρωα που δεν είναι παρά ένα και το αυτό πρόσωπο.  Κόλπο λογοτεχνικό προσόν καθαρά της μυθιστορηματικής αφήγησης.  Το μυθιστόρημα αποκτά καλλιτεχνική αξία.
          Τα γεγονότα καλπάζουν.  Σωτήρης Πέτρουλας, ο πρώτος νεκρός.  Η τύχη του νεκρού, που θα θαφτεί, το νεκροτομείο, η οικογένεια, η κηδεία σ’ όλες τις φάσεις θα τύχει κι ο Αντρέας από κοντά αφού είναι πλέον ζευγάρι ερωτικό με τη Ματθίλδη.  Ανάμεσα στο θρήνο με το ηρωικό και πένθιμο τραγούδι ο λαός ανακηρύσσει το Πέτρουλα ήρωα χιλιάδες άνθρωποι συρρέουν και με συνθήματα όλοι μαζί ακολουθούν τη κηδεία του.  Εδώ τελείωνε η Άνοιξη της Αθήνας.  Η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου… Ο Σίσυφος Λαός.  Δε χωρούσε η παραμικρή αμφιβολία.  Ο μηχανισμός της δικτατορίας είχε μπει σε κίνηση.
«Κι αν χάθηκε μια άνοιξη, στο χέρι τους είναι να τη ξαναφέρουν ακόμη πιο μεγάλη και λαμπρή»  μας λέει σαν κατακλείδα ο Τσίρκας λίγες μόνο σειρές πριν το τέλος του τόμου.
Η Χαμένη Άνοιξη δημοσιεύθηκε το 1976 και στο Ημερολόγιο του ο Στρατής Τσίρκας μας πληροφορεί για τη συγγραφή της πως:  «Δυσκολεύτηκα πολύ περισσότερο.  Γιατί ήτανε πολύ κοντά τα γεγονότα.  Είναι φοβερός ο φόβος, που καταλαμβάνει τον γράφοντα, της κριτικής των παρόντων, των ανθρώπων που έχουνε ζήσει το ίδιο γεγονός.  Φοβερός ο πανικός!  Η κηδεία του Πέτρουλα π.χ. προσπαθώ όσο μπορώ να είμαι μέσα στην καλλιτεχνική αλήθεια και ταυτοχρόνως να είμαι και στην αλήθεια της πραγματικότητας, δηλαδή να μη διαστρεβλώσω γεγονότα ή πρόσωπα ή χαρακτήρες…»
Γιάννης Πετσαλάκης